- κωμασίαις
- κωμασίαprocession of the images of the godsfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωμασία — (κωμασία, ἡ (Α) [κωμάζω] (στην Αίγυπτο) θρησκευτική ή πανηγυρική πομπή κατά την οποία γινόταν περιφορά τών ειδώλων τών θεών («ἐν ταῑς καλουμέναις κωμασίαις, τῶν θεῶν χρυσᾱ ἀγάλματα, δύο μὲν κύνας, ἕνα δὲ ἱέρακα περιφέρουσι», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek
συγχυσμός — ὁ, Α χύσιμο λαδιού σε λυχνία («εἰς συγχυσμὸν ἱερεῡσι... ταῑς κωμασίαις τῶν θεῶν ἐλαίου μετρηταί», παπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χυσμός (< θ. χυ τού χέω)] … Dictionary of Greek